Ενας από τους καλύτερους μύθους μας είναι αυτός του Προμηθέα. Του Τιτάνα που βοήθησε τον Δία στον αγώνα του ενάντια στους άλλους Τιτάνες, τον Τιτάνα που έπεισε την μάνα του τη Θέμιδα αλλά και τη Γαία να βοηθήσε σε αυτή τη μάχη τον Δία, τον Τιτάνα όμως που έδωσε τη φωτιά αλλά και πολλές άλλες τέχνες στους ανθρώπους παραβαίνοντας την εντολή του Δία, πηγαίνοντας κόντρα στους νόμους των θεών (των αγορών θα λέγαμε σήμερα καθώς οι αγορές είναι οι θεοί της εποχής μας). Ο Προμηθέας έζεψε τον ταύρο και έμαθε τη γεωργία στους ανθρώπους, έφτιαξε το πρώτο καράβι και του έβαλε πανιά. Δίδαξε τα φάρμακα στους ανθρώπους. Ο Προμηθέας συνελήφθη από τους δούλους του Δία που οι αρχαίοι τους ονόμασαν Κράτος και Βία (θα μου μείνει αξέχαστη η παράσταση "Προμηθέας Δεσμώτης" με το Μάνο Κατράκη όπου ο αρχικός διάλογος ςίναι ανάμεσα στον Ήφαιστο και στο Κράτος) και καρφώθηκε στην κορυφή του Καυκάσου όπου κάθε πρωί ένα πουλί πήγαινε και του έτρωγε το συκώτι μέχρι που πέρασε ο ημίθεος-θνητός Ηρακλής και τον ελευθέρωσε.
Ο Προμηθέας προαναγγέλει την πτώση του Δία από το βασίλειο των θεών στο έρεβος.Ο Προμηθέας είναι αυτός που λέει στον Ερμή τον μαντατοφόρο του Δία ότι δεν αλλάζει " Καλύτερα αλυσσόδετος στο βράχο παρά δούλος πιστός του τυράννου Δία". Ακόμα και όταν οι Τιτάνες οι ηττημμένοι της μάχης υποτάχθηκαν στο Δία και ελευθερώθηκαν από τα Τάρταρα και πήγαν και παρακάλεσαν τον Προμηθέα να υποκύψει αυτός αρνήθηκε.
Μέχρι που έφτασε στο βράχο του ο Ηρακλής, ο θνητός και τον ελευθέρωσε.
Ετσι και μεις. Ο Προμηθέας-λαός μας υποταγμένος στους θεούς των αγορών περιμένει τον θνητό Ηρακλή να του δείξει το δρόμο.
Μέχρι τότε θυμόμαστε τον πρόγονο μας Προμηθέα και τραγουδάμε μαζί με τη θεία φωνή του Νίκου Ξυλούρη:(http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=7848)
Στίχοι: Κ.Χ Μύρης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης
Στα πίσω χρόνια τα πικρά
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ' αλέτρι δεν κατείχε.
Μα μιάν αυγή, μια Κυριακή
μια 'πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.
Κατέβηκεν ο Γίγαντας
μ' ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ' ασκέρι.
Πήραν φωτιά τα σύδεντρα
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.
Πρωί πρωί τον πιάσανε
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.
Πουλιά μου διαβατάρικα
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;
Μπροστά πηγαίνει ο σιδεράς
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.
Ο πιο μικρός ο πιο σκυφτός
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.
Καρφώσανε το γίγαντα
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του 'λεγαν: Στοχάσου.